- ἄκαρπα
- ἄκαρποςwithout fruitneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неплодьныи — (24) пр. 1.Бесплодный, неспособный к деторождению: и зачинаѥтьсѧ и плодитсѧ. въ ѹтробе неплодна чрѣва. ПрЛ XIII, 83б; пославъ... архаанг҃ла [так!] гаврила. бл҃говѣствующа. радость зачатиѥ, iѡ҃во. ис престарѣишихсѧ ложеснъ неплъдьнъ. Пр 1383, 94б; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίτραγος — ἐπίτραγος, ὁ (Α) [τράγος] συνήθ. στον πληθ. ακμαία και άκαρπα κλήματα αμπελιού … Dictionary of Greek
κενώς — κενῶς (ΑΜ) [κενός] επίρρ. με άδεια χέρια, χωρίς αποτέλεσμα, μάταια, άκαρπα … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek